στο λεξικό PONS
bür·ger·lich [ˈbʏrgɐlɪç] ΕΠΊΘ
1. bürgerlich προσδιορ (den Staatsbürger betreffend):
2. bürgerlich a. μειωτ (dem Bürgerstand angehörend):
-
- bourgeois a. μειωτ
bür·ger·lich-recht·lich ΕΠΊΘ αμετάβλ, προσδιορ ΝΟΜ
- bürgerliche Ehrenrechte
-
- bürgerliche Rechtsstreitigkeiten
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Bürgerliche Gesellschaft phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Bürgerliche Gesellschaft (BGB-Gesellschaft)
-
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.