στο λεξικό PONS
Bör·sen·recht <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ kein πλ ΝΟΜ
Bör·sen·rat·ge·ber <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Kol·ben·ring <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΤΕΧΝΟΛ, ΑΥΤΟΚ
Bör·sen·kurs <-es, -e> ΟΥΣ αρσ
Bör·sen·sitz ΟΥΣ αρσ
Bör·sen·buch ΟΥΣ ουδ
Bör·sen·wert <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Börsenraum ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenraum ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
börsenrechtliche Bestimmungen phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Börsenwert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenbüro ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsensaal ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenkurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsenchat ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Börsentipp ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.