atteinte [atɛ͂t] ΟΥΣ θηλ
1. atteinte (dommage causé):
2. atteinte πλ (effet pénible):
3. atteinte (portée):
4. atteinte ΝΟΜ:
II. atteinte [atɛ͂t]
étreinte [etʀɛ͂t] ΟΥΣ θηλ
astreinte [astʀɛ͂t] ΟΥΣ θηλ
2. astreinte ΝΟΜ:
3. astreinte ΟΙΚΟΝ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.