Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
recette [ʀ(ə)sɛt] ΟΥΣ θηλ
1. recette ΜΑΓΕΙΡ:
2. recette (méthode):
4. recette ΕΜΠΌΡ (argent encaissé):
5. recette (rentrée d'argent):
6. recette ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
7. recette ΤΕΧΝΟΛ (de matériel, d'équipement):
ιδιωτισμοί:
- recettes publicitaires ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.