Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. publicitaire [pyblisitɛʀ] ΕΠΊΘ
II. publicitaire [pyblisitɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ (personne)
III. publicitaire [pyblisitɛʀ] ΟΥΣ αρσ (société)
στο λεξικό PONS
publicitaire [pyblisitɛʀ] ΕΠΊΘ
- les retombées médiatiques/publicitaires de qc
-
publicitaire [pyblisitɛʀ] ΕΠΊΘ
- les retombées médiatiques/publicitaires de qc
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- puberté
- pubescent
- pubien
- pubis
- publiable
- publicitaires
- publicité
- publier
- publiphone
- publipostage
- publiquement