Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. diplômé (diplômée) [diplome] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
diplômé → diplômer
II. diplômé (diplômée) [diplome] ΕΠΊΘ
diplôme [diplom] ΟΥΣ αρσ
1. diplôme ΣΧΟΛ:
2. diplôme:
4. diplôme (nécessaire à l'exercice d'une activité):
6. diplôme (document):
στο λεξικό PONS
II. diplômé(e) [diplome] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
diplôme [diplom] ΟΥΣ αρσ
II. diplômé(e) [diplome] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
diplôme [diplom] ΟΥΣ αρσ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.