Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. soc|ial (sociale) <αρσ πλ sociaux> [sɔsjal, o] ΕΠΊΘ
1. social (relatif à la vie en société):
2. social (propre à la société):
3. social (relatif au travail):
social-libéralisme [sɔsjallibeʀalism] ΟΥΣ αρσ ΠΟΛΙΤ
social-démocratie [sɔsjaldemɔkʀasi] ΟΥΣ θηλ
στο λεξικό PONS
social-démocratie <social-démocraties> [sɔsjaldemɔkʀasi] ΟΥΣ θηλ
social-démocratie <social-démocraties> [sɔsjaldemɔkʀasi] ΟΥΣ θηλ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.