martello [marˈtɛllo] ΟΥΣ αρσ
1. martello:
4. martello:
5. martello (allarme):
I. ghiaccio <πλ ghiacci> [ˈɡjattʃo, tʃi] ΟΥΣ αρσ
II. ghiaccio <πλ ghiacci> [ˈɡjattʃo, tʃi] ΕΠΊΘ
III. ghiaccio <πλ ghiacci> [ˈɡjattʃo, tʃi]
IV. ghiaccio <πλ ghiacci> [ˈɡjattʃo, tʃi]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.