στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. attillato [attilˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
attillato → attillare
II. attillato [attilˈlato] ΕΠΊΘ
I. aderente [adeˈrɛnte] ΕΠΊΘ
2. aderente (attillato):
I. modellare [modelˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. modellare (plasmare):
2. modellare acconciatura:
II. modellarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.