I. modellato [modelˈlato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
modellato → modellare
II. modellato [modelˈlato] ΕΠΊΘ
III. modellato [modelˈlato] ΟΥΣ αρσ ΤΈΧΝΗ
- modellato
-
I. modellare [modelˈlare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. modellare (plasmare):
2. modellare acconciatura:
II. modellarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.