στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
New Jerusalem [αμερικ ˌn(j)u dʒəˈrus(ə)ləm] ΘΡΗΣΚ
Jerusalem [βρετ dʒəˈruːsələm, αμερικ dʒəˈrus(ə)ləm, dʒəˈruz(ə)ləm]
-  
-  Gerusalemme θηλ
new [βρετ njuː, αμερικ n(j)u] ΕΠΊΘ
1. new (not known, seen, owned etc. before):
2. new (different):
3. new (recently arrived):
στο λεξικό PONS
I. new [nu:] ΕΠΊΘ
1. new (latest, recent):
2. new (changed):
3. new (inexperienced):
5. new (fresh):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
