Oxford Spanish Dictionary
editor [αμερικ ˈɛdədər, βρετ ˈɛdɪtə] ΟΥΣ
1.1. editor:
1.2. editor (of newspaper, magazine):
story1 <pl stories> [αμερικ ˈstɔri, βρετ ˈstɔːri] ΟΥΣ
1.1. story:
1.2. story:
3.2. story ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ (newsworthy event):
στο λεξικό PONS
editor [ˈedɪtəʳ, αμερικ -tɚ] ΟΥΣ
story1 <-ies> [ˈstɔ:ri] ΟΥΣ
1. story:
editor [ˈed·ɪ·tər] ΟΥΣ
story1 <-ies> [ˈstɔr·i] ΟΥΣ
1. story:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.