στο λεξικό PONS
ˈwealth crea·tion, ˈwealth gen·era·tion ΟΥΣ




crea·tion [kriˈeɪʃən] ΟΥΣ
1. creation no pl:
2. creation ΜΌΔΑ:
wealth [welθ] ΟΥΣ no pl
1. wealth:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
creation of wealth ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
creation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Bestellung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- weak-kneed
- weakling
- weakly
- weak-minded
- weakness
- wealth creation
- wealth effect
- wealth generation
- wealth tax
- wealthy
- wean