Oxford Spanish Dictionary
wealth [αμερικ wɛlθ, βρετ wɛlθ] ΟΥΣ U
1.1. wealth (money, possessions):
2. wealth (large quantity):
creation [αμερικ kriˈeɪʃ(ə)n, βρετ kriːˈeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
wealth creation ΟΥΣ, wealth generation ΟΥΣ χωρίς πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- weaken
- weakening
- weak-kneed
- weakling
- weakly
- wealth creation
- wealth generation
- wealth tax
- wealthy
- wean
- weapon