Oxford Spanish Dictionary
weakly [αμερικ ˈwikli, βρετ ˈwiːkli] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
weakly [ˈwi:kli] ΕΠΊΡΡ
1. weakly (without strength):
- weakly
-
2. weakly (unconvincingly):
- weakly
-
weakly [ˈwik·li] ΕΠΊΡΡ
1. weakly (without strength):
- weakly
-
2. weakly (unconvincingly):
- weakly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.