Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
weakly [βρετ ˈwiːkli, αμερικ ˈwikli] ΕΠΊΡΡ
1. weakly (without physical force):
- weakly move, struggle
-
- faiblement se défendre, protester, sourire
- weakly
στο λεξικό PONS
weakly ΕΠΊΡΡ
1. weakly (without strength):
- weakly
-
2. weakly (unconvincingly):
- weakly
-
-
- weakly
-
- weakly
weakly ΕΠΊΡΡ
1. weakly (without strength):
- weakly
-
2. weakly (unconvincingly):
- weakly
-
-
- weakly
-
- weakly
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- we'd
- we'll
- we're
- we've
- WEA
- weakly
- weak-minded
- weakness
- weak-willed
- weal
- wealth