στο λεξικό PONS


ˈtake·over ΟΥΣ
agreed ˈtake·over ΟΥΣ βρετ ΕΜΠΌΡ
hos·tile ˈtake·over ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ
lev·er·aged ˈtake·over ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
com·pa·ny ˈtake·over ΟΥΣ
de·fend·ed ˈtake·over ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈtake·over bid ΟΥΣ
ˈtake·over tar·get ΟΥΣ


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
takeover ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Takeover ουδ
takeover offer ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Kaufangebot ουδ
company takeover ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
leveraged takeover ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
friendly takeover ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
stock takeover ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
unfriendly takeover ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
takeover bid ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
takeover rumour ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
takeover code ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.