στο λεξικό PONS
state-owned [-ˌəʊnd, αμερικ -ˌoʊnd] ΕΠΊΘ αμετάβλ
firm1 [fɜ:m, αμερικ fɜ:rm] ΟΥΣ
staats·ei·gen ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ
Staats·un·ter·neh·men <-s, -> ΟΥΣ ουδ
Staats·be·trieb <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
lan·des·ei·gen ΕΠΊΘ
I. staat·lich ΕΠΊΘ
1. staatlich (staatseigen):
2. staatlich (den Staat betreffend):
3. staatlich (aus dem Staatshaushalt stammend):
II. staat·lich ΕΠΊΡΡ
Staatsfernsehen ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
öffentliches Unternehmen ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
state-owned farm ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.