στο λεξικό PONS
ˈquan·tity ad·just·er ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
ad·just·er [əˈʤʌstəʳ, αμερικ ɚ] ΟΥΣ
I. quan·tity [ˈkwɒntəti, αμερικ ˈkwɑ:nt̬ət̬i] ΟΥΣ
1. quantity (amount):
2. quantity (large amount):
3. quantity (huge amount):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
quantity adjuster ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
quantity <pl quantities> ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.