στο λεξικό PONS
pro·tec·tive ˈcus·to·dy ΟΥΣ no pl
1. protective custody (protection for own safety):
2. protective custody ΙΣΤΟΡΊΑ ευφημ (Nazi police state):
- to take sb into protective custody
-
cus·to·dy [ˈkʌstədi] ΟΥΣ no pl
1. custody (guardianship):
2. custody (detention):
3. custody ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
-
- Depotverwahrung θηλ
pro·tec·tive [prəˈtektɪv] ΕΠΊΘ
1. protective (affording protection):
2. protective (wishing to protect):
- to be protective of [or towards] sb/sth
-
custody ΟΥΣ
custody ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
custody ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Verwahrung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
protective ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.