στο λεξικό PONS
ˈguide·line ΟΥΣ usu pl
I. pre·mium [ˈpri:miəm] ΟΥΣ
1. premium (insurance payment):
2. premium:
3. premium ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
4. premium (bonus):
6. premium (amount paid to a landlord):
II. pre·mium [ˈpri:miəm] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. premium (high):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
premium guidelines ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.