στο λεξικό PONS
I. swamp [swɒmp, αμερικ swɑ:mp] ΡΉΜΑ μεταβ
3. swamp μτφ (overwhelm):
4. swamp μτφ (cause to break down):
-
- etw überlasten
I. for·est [ˈfɒrɪst, αμερικ ˈfɔ:rɪst] ΟΥΣ
2. forest no pl (woods):
3. forest usu ενικ (cluster):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
I | swamp |
---|---|
you | swamp |
he/she/it | swamps |
we | swamp |
you | swamp |
they | swamp |
I | swamped |
---|---|
you | swamped |
he/she/it | swamped |
we | swamped |
you | swamped |
they | swamped |
I | have | swamped |
---|---|---|
you | have | swamped |
he/she/it | has | swamped |
we | have | swamped |
you | have | swamped |
they | have | swamped |
I | had | swamped |
---|---|---|
you | had | swamped |
he/she/it | had | swamped |
we | had | swamped |
you | had | swamped |
they | had | swamped |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- peasantry
- pease pudding
- peashooter
- pea soup
- pea-souper
- peat swamp forest
- peaty
- pebble
- pebble bed reactor
- pebbled
- pebbly