στο λεξικό PONS
de·pre·cia·tion [ˌdɪpri:ʃɪˈeɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. depreciation (lowering of value):
2. depreciation ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. depreciation ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
lin·ear [ˈlɪniəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ
1. linear (relating to lines):
2. linear (relating to length):
3. linear (sequential):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
linear depreciation ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
linear ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- linden
- line
- lineage
- lineage tracing
- lineal
- linear depreciation
- linear encoder
- linear equation
- linear function
- linear hull
- linear independence