στο λεξικό PONS
ori·en·ta·tion [ˌɔ:riənˈteɪʃən] ΟΥΣ
1. orientation no pl (being oriented):
2. orientation (tendency):
3. orientation (attitude):
4. orientation (introduction):
5. orientation (direction):
in·come [ˈɪŋkʌm, αμερικ esp ˈɪn-] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
income orientation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
orientation ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
income ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.