στο λεξικό PONS
I. curve [kɜ:v, αμερικ kɜ:rv] ΟΥΣ
1. curve (bending line):
II. curve [kɜ:v, αμερικ kɜ:rv] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. ho·ri·zon·tal [ˌhɒrɪˈzɒntəl, αμερικ ˌhɔ:rɪˈzɑ:n-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. ho·ri·zon·tal [ˌhɒrɪˈzɒntəl, αμερικ ˌhɔ:rɪˈzɑ:n-] ΟΥΣ no pl ΜΑΘ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
horizontal curve ΥΠΟΔΟΜΉ
curve ΥΠΟΔΟΜΉ
| I | curve |
|---|---|
| you | curve |
| he/she/it | curves |
| we | curve |
| you | curve |
| they | curve |
| I | curved |
|---|---|
| you | curved |
| he/she/it | curved |
| we | curved |
| you | curved |
| they | curved |
| I | have | curved |
|---|---|---|
| you | have | curved |
| he/she/it | has | curved |
| we | have | curved |
| you | have | curved |
| they | have | curved |
| I | had | curved |
|---|---|---|
| you | had | curved |
| he/she/it | had | curved |
| we | had | curved |
| you | had | curved |
| they | had | curved |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.