στο λεξικό PONS
ex1 ΠΡΌΘ
2. ex (without):
-  ex
-  
-  ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ ex all
-  
-  ex cap
-  ex [o. ohne] Berichtigungsaktien
-  ex cap
-  ex Gratisaktien
-  ex rights
-  ex [o. ohne] Bezugsrechte
ex gra·tia [eksˌgreɪʃə] ΕΠΊΘ αμετάβλ τυπικ
-  ex gratia
-  
I. ex of·fi·cio [ˌeksəˈfɪʃiəʊ, αμερικ -oʊ] αμετάβλ ΕΠΊΡΡ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
ex-ˈprison·er ΟΥΣ
ex-ˈser·vice·man ΟΥΣ
-  ex-serviceman
-  
ex-ˈser·vice·wom·an ΟΥΣ
ex-convict ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
ex all phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ex works phrase handel
-  ex works (Lieferbedingung)
-  
-  ex works (Lieferbedingung)
-  
ex cap phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ex rights phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ex-pit transaction ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ex ante co-ordination ΟΥΣ CTRL
ex gratia payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
-  Kulanzzahlung θηλ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
ex-vivo gene transfer ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
  
  
 