στο λεξικό PONS
com·pul·so·ry liq·ui·ˈda·tion ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ
liq·ui·da·tion [ˌlɪkwɪˈdeɪʃən] ΟΥΣ
1. liquidation ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- liquidation of a company/firm
-
- liquidation of a company/firm
-
- liquidation of a company/firm
-
- liquidation of debts
-
2. liquidation (killing):
com·pul·so·ry [kəmˈpʌlsəri] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
liquidation ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.