στο λεξικό PONS
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
I. com·mer·cial [kəˈmɜ:ʃəl, αμερικ -ˈmɜ:r-] ΕΠΊΘ
1. commercial (relating to commerce):
2. commercial μειωτ (profit-orientated):
- commercial production, movie, record
-
- commercial production, movie, record
-
3. commercial ΡΑΔΙΟΦ, TV (paid for by advertisements):
4. commercial (available to general public):
II. com·mer·cial [kəˈmɜ:ʃəl, αμερικ -ˈmɜ:r-] ΟΥΣ
commercial ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
commercial debts ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
commercial ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.