στο λεξικό PONS
us·age [ˈju:sɪʤ] ΟΥΣ
1. usage no pl:
2. usage no pl (customary practice):
3. usage ΓΛΩΣΣ (instance of using language):
- usage of a term, word
-
4. usage no pl ΓΛΩΣΣ (manner of using language):
I. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ
1. car (vehicle):
2. car ΣΙΔΗΡ:
II. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ modifier
car (accident, dealer, keys, tyres):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
usage ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Verwendung θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.