στο λεξικό PONS
amend·ment [əˈmen(d)mənt] ΟΥΣ
1. amendment:
2. amendment no pl:
3. amendment τυπικ (improvement):
aˈmend·ment rec·ord ΟΥΣ Η/Υ
Equal Rights Aˈmend·ment ΟΥΣ, ERA ΟΥΣ αμερικ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
amendment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Neufassung θηλ
amendment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Anlage θηλ
amendment to the statutes ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
tax amendment plan ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
soil amendment [ˈsɔɪləˌˈmenmənt] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.