Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
via [βρετ ˈvʌɪə, αμερικ ˈvaɪə, ˈviə] ΠΡΌΘ
1. via (by way of):
- accessible via the Internet auction, banking, shopping, search
-
- accessible via the Internet account, address, connection
-
- accessible via the Internet use, user
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.