Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
humor ΟΥΣ αμερικ
humor → humour
I. humour βρετ, humor αμερικ [βρετ ˈhjuːmə, αμερικ ˈ(h)jumər] ΟΥΣ
1. humour (wit):
2. humour (mood):
II. humour βρετ, humor αμερικ [βρετ ˈhjuːmə, αμερικ ˈ(h)jumər] ΡΉΜΑ μεταβ
I. humour βρετ, humor αμερικ [βρετ ˈhjuːmə, αμερικ ˈ(h)jumər] ΟΥΣ
1. humour (wit):
2. humour (mood):
II. humour βρετ, humor αμερικ [βρετ ˈhjuːmə, αμερικ ˈ(h)jumər] ΡΉΜΑ μεταβ
pie [βρετ pʌɪ, αμερικ paɪ] ΟΥΣ
2. pie (sweet):
στο λεξικό PONS
humor ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ, humour [ˈhju:məʳ, αμερικ -mɚ] ΟΥΣ no πλ
humor [ˈhju·mər] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- cushy
- cusp
- cuspidor
- cuss
- cussed
- custard pie humour
- custard powder
- custard tart
- custodial
- custodial sentence
- custodial staff