Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


humour [ymuʀ] ΟΥΣ αρσ (de personne, situation)


- humourless person
-
- humourless description, laugh, voice
-
-
- avec humour
-
- sans humour
- lavatory humour
- humour αρσ scatologique
στο λεξικό PONS






PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.