Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πληρωτής , πληρωμή , πλήρωση , πληρωτέος , πλάτη , πρώτη , πληρώνω και πλήρωμα

πληρωτής (πληρώτρια) [plirɔˈtis, pliˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πλήρωσ|η <-εις> [ˈplirɔsi] SUBST θηλ (όρων)

πληρωμή [plirɔˈmi] SUBST θηλ

1. πληρωμή (καταβολή χρημάτων):

Zahlung θηλ
Ratenzahlung θηλ
Massenzahlungen θηλ πλ
Teilzahlung θηλ
Vorkasse θηλ
Nachzahlung θηλ
Rentenzahlung θηλ
Steuerzahlung θηλ
Zahlungsbedingungen θηλ πλ
Zahlungsfrist θηλ
Zahlungsort αρσ

2. πληρωμή (αμοιβή εργασίας):

Lohn αρσ
Akkordlohn αρσ

πλήρωμα [ˈplirɔma] SUBST ουδ

1. πλήρωμα (γέμισμα):

Füllung θηλ

2. πλήρωμα (πληρωμή):

Zahlung θηλ

3. πλήρωμα:

πλήρωμα ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ
Besatzung θηλ

πληρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [pliˈrɔnɔ] VERB μεταβ

πρώτη [ˈprɔti] SUBST θηλ

1. πρώτη (ταχύτητα οχήματος):

erster Gang αρσ

2. πρώτη (ημέρα του μήνα):

der Erste αρσ

πλάτη [ˈplati] SUBST θηλ

2. πλάτη (ωμοπλάτη):

Schulterblatt ουδ

3. πλάτη (ώμος):

Schulter θηλ

4. πλάτη (καθίσματος):

Rückenlehne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский