Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παύση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παύσ|η <-εις> [ˈpafsi] SUBST θηλ

1. παύση (σταμάτημα):

παύση
Einstellung θηλ
παύση πληρωμών

2. παύση (διακοπή) ΜΟΥΣ:

παύση
Pause θηλ
οι παύσεις ΣΧΟΛ
die Ferien πλ

3. παύση (απόλυση):

παύση
Entlassung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με παύση

παύση θηλ πληρωμών
παύση πληρωμών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский