Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πατώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πατώ|νω <-σα, -θηκα> [paˈtɔnɔ] VERB μεταβ

II . πατώ|νω <-σα, -θηκα> [paˈtɔnɔ] VERB αμετάβ (σε νερό)

Παραδειγματικές φράσεις με πατώνω

πατώνω ένα δωμάτιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский