Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

π|αύω <-αψα> [ˈpavɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. παύω (σταματώ):

παύω κάτι

2. παύω (πληρωμές, τροφοδοτήσεις):

παύω

3. παύω (απολύω):

παύω

4. παύω (σιωπώ):

Παραδειγματικές φράσεις με παύω

παύω κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский