Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πατσουλί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πατσουλί [patsuˈli] SUBST ουδ αμετάβλ

1. πατσουλί (έλαιο, άρωμα):

πατσουλί
Patschuli ουδ

2. πατσουλί (γενικά: φτηνό άρωμα):

πατσουλί
billiges Parfüm ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский