Ελληνικά » Γερμανικά

εντολή [ɛndɔˈli] SUBST θηλ

1. εντολή (ανάθεση εκτέλεσης πράξης):

εντολή
Auftrag αρσ
κατ' εντολή του
im Auftrag des
εντολή δολοφονίας
Mordauftrag αρσ
τραπεζική εντολή
Bankauftrag αρσ
Dauerauftrag αρσ
die Zehn Gebote ουδ πλ

2. εντολή (πληρωμής κτλ):

εντολή
Anweisung θηλ
εντολή πληρωμής
εντολή αγοράς ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kauforder θηλ
εντολή αγοράς ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kaufauftrag αρσ
εντολή πώλησης ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Verkaufsorder θηλ
εντολή πώλησης ΧΡΗΜΑΤΟΠ

3. εντολή Η/Υ:

εντολή
Befehl αρσ
εντολή διακλάδωσης
εντολή μηχανής
Befehlskode αρσ
Befehlsvorrat αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με εντολή

εντολή θηλ είσπραξης
εντολή θηλ εμβάσματος
εντολή θηλ κατασκευής,
εντολή θηλ πληρωμής (σε τράπεζα)
εντολή θηλ δολοφονίας
τραπεζική εντολή
εντολή πληρωμής
εντολή πώλησης ΧΡΗΜΑΤΟΠ
εντολή μηχανής
εντολή αγοράς ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kauforder θηλ
κατ' εντολή του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский