Ελληνικά » Γερμανικά

μέσο [ˈmɛsɔ] SUBST ουδ

3. μέσο (τρόπος):

μέσο
Möglichkeit θηλ
δεν υπάρχει μέσο να
με κάθε μέσο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский