Ελληνικά » Γερμανικά

πληρωμέν|ος <-η, -ο> [plirɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ (δωροδοκημένος)

πληρωμένος
πληρωμένος (ό,τι αγοράστηκε)
πληρωμένος (διαιτητής) μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με πληρωμένος

πληρωμένος δολοφόνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский