Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πληρωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πληρωτής (πληρώτρια) [plirɔˈtis, pliˈrɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

πληρωτής (πληρώτρια)
Zahler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский