Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλήττω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πλή|ττω <-ξα> [ˈplitɔ] VERB μεταβ (χτυπώ, βρίσκω)

πλήττω

II . πλή|ττω <-ξα> [ˈplitɔ] VERB αμετάβ (βαριέμαι)

πλήττω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский