Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλησίασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλησίασμα [pliˈsiazma] SUBST ουδ

πλησίασμα σε
Annäherung θηλ an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский