Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλησιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πλησιά|ζω <-σα> [plisiˈazɔ] VERB μεταβ (φέρνω κοντά)

II . πλησιά|ζω <-σα> [plisiˈazɔ] VERB αμετάβ

2. πλησιάζω (κοντεύει κάτι):

Παραδειγματικές φράσεις με πλησιάζω

πλησιάζω κάτι
πλησιάζω κάτι σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский