Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πλήρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πλήρωμα [ˈplirɔma] SUBST ουδ

1. πλήρωμα (γέμισμα):

πλήρωμα
Füllung θηλ

2. πλήρωμα (πληρωμή):

πλήρωμα
Zahlung θηλ

3. πλήρωμα:

πλήρωμα ΑΕΡΟ, ΝΑΥΣ
Besatzung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский