Ελληνικά » Γερμανικά

τόπος [ˈtɔpɔs] SUBST αρσ

2. τόπος (έκταση γης):

τόπος
Land ουδ

3. τόπος (πατρίδα):

τόπος
Heimatland ουδ

4. τόπος (χώρος):

τόπος
Platz αρσ

κρανίου τόπος SUBST

Καταχώριση χρήστη
κρανίου τόπος (Γολγοθάς) αρσ ΘΡΗΣΚ

Παραδειγματικές φράσεις με τόπος

τόπος αρσ χρήσης
τόπος αρσ κατασκευής
τόπος αρσ διαμονής
Wohnort αρσ
τόπος αρσ εργασίας
τόπος αρσ πληρωμής
τόπος αρσ κατοικίας
Wohnort αρσ
Website θηλ
Website θηλ
γενετικός τόπος ΓΕΝΕΤ
Genort αρσ
τόπος εργασίας
κοινός τόπος
τόπος παραγωγής ΟΙΚΟΝ
τόπος αρσ του δικαστηρίου
τόπος αρσ του εγκλήματος
Tatort αρσ
Geburtsort αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский