Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συμφωνία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συμφωνία [siɱfɔˈnia] SUBST θηλ

1. συμφωνία (ταυτότητα απόψεων):

συμφωνία
δεν υπάρχει συμφωνία για το τι θα

2. συμφωνία (αμοιβαία υπόσχεση):

συμφωνία
Vereinbarung θηλ
κάνω/κλείνω μια συμφωνία
καταλήγω σε συμφωνία
με τη συμφωνία ότι (με τον όρο)
συμφωνία βασικών αρχών
ενδιάμεση συμφωνία
ενδιάμεση συμφωνία
πρόσθετη συμφωνία
σιωπηρή συμφωνία
έγγραφη συμφωνία (συμβόλαιο)

3. συμφωνία (μεταξύ χωρών):

συμφωνία
Abkommen ουδ
διεθνής συμφωνία
συμφωνία αυτονομίας
εμπορική συμφωνία
συμφωνία του Σένγκεν
θεσμική συμφωνία
νομισματική συμφωνία
οικονομική συμφωνία
συναλλαγματική συμφωνία

4. συμφωνία ΜΟΥΣ:

συμφωνία
Symphonie θηλ
συμφωνία
Sinfonie θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με συμφωνία

συμφωνία θηλ χορηγίας ΑΘΛ
συμφωνία θηλ πληρωμών
συμφωνία θηλ αποκλειστικότητας
συμφωνία θηλ προστασίας ΝΟΜ, ΠΟΛΙΤ
συμφωνία θηλ αμοιβαιότητας ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
συμφωνία θηλ αποζημίωσης
συμφωνία θηλ εισαγωγών
συμφωνία θηλ χρηματοδότησης
συμφωνία θηλ δικαιοχρησίας
συμφωνία θηλ εγγύησης ΝΟΜ
συμφωνία θηλ συγχώνευσης
διακρατική συμφωνία
μισθολογική συμφωνία
σιωπηρή συμφωνία
διεθνής συμφωνία
συμφωνία αυτονομίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский