Ελληνικά » Γερμανικά

I . πριν [prin] ΕΠΊΡΡ

2. πριν (πριν από μια στιγμή):

πριν
πριν είπες ότι

3. πριν (παλαιότερα):

πριν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский