Ελληνικά » Γερμανικά

γωνία [ɣɔˈnia], γωνιά [ɣɔˈɲa] SUBST θηλ

γονείς [ɣɔˈnis] SUBST αρσ πλ

γωνιοειδ|ής <-ής, -ές> [ɣɔniɔiˈðis] ΕΠΊΘ

II . κανείς (καμιά) [ή (καμία)] [kaˈnis/kaˈnɛnas, kaˈmɲa/kaˈmia, kaˈnɛna] ΑΝΤΩΝ

Άλπεις [ˈalpis] SUBST θηλ πλ

Άνδεις [ˈanðis] SUBST θηλ πλ

κώνειο [ˈkɔniɔ] SUBST ουδ ΒΟΤ

γωβιός [ɣɔˈvjɔs] SUBST αρσ

εις

εις s. σε

Βλέπε και: σε , σε

σε2 [sɛ] ΑΝΤΩΝ

γωνιακ|ός <-ή, -ό> [ɣɔniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γωνιακός (που βρίσκεται στη γωνία):

Eck-

2. γωνιακός ΜΑΘ:

Winkel-

γωνιώδ|ης <-ης, -ες> [ɣɔniˈɔðis] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский